Είναι μεσημέρι προς απόγευμα, ενός σχετικά ζεστού Σεπτέμβρη.
Η συννεφιά σκοτεινιάζει το τοπίο, που η υγρασία θαμπώνει περισσότερο.
Η βροχή μόλις σταμάτησε.
Ελάχιστες μασκοφορεμὲνες φιγούρες περνούν σαν βιαστικοὶ ίσκιοι πίσω μου.
Η παραλία είναι άδεια.
Μείναν μονάχα οι γλάροι.
Πέρα στον ορίζοντα, ο ωκεανός και ο ουρανός έγιναν ένα.
Διακρίνει κανείς εκεί διάσπαρτες φωταύγειες, που μοιάζουν με τεράστιες εστίες φωτιάς.
Η δυνατή οσμή από τα φύκια που ξεβράζει ο ωκεανός και οι ήχοι των πουλιών πλάθουν μια αλλόκοτη ατμόσφαιρα.
Η καταιγίδα πλησιάζει πολύ-πολύ αργά.
Ο επίφοβος μακρινός της ήχος γεμίζει από τις φωνές και τα φτερουγίσματα των πουλιών.
Σ’ αυτό το έρημο τοπίο, σ’ αυτήν την εποχή της ερημιάς, έμεινε μόνον ο κόσμος των πουλιών!
Στην έντονη ανησυχία τους διακρίνω κάτι δυσοίωνο.